εωσίνη

εωσίνη
Βιολογική χρωστική ουσία, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στη μικροβιολογία. Παρασκευάζεται με βρωμίωση της φλουοροσκεΐνης. Τα άλατά της με νάτριο (Na) χρησιμοποιούνται ως βαφές μάλλινων και μεταξωτών υφασμάτων.
* * *
και ηωσίνη και εοζίνη, η
είδος οργανικής ερυθρής χρωστικής ουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. eosin < eos (πρβλ. ἕως II) + -in (πρβλ. κατάλ. -ινη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εωσινόφιλος — η, ο ιατρ. αυτός που χρωματίζεται έντονα με όξινη χρωστική και ιδίως με την εωσίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. eosinophil < eosin (πρβλ. ἑωσίνη) + phil (πρβλ. φίλος)] …   Dictionary of Greek

  • ηωσίνη — Ερυθρά χρωστική, με χημικό τύπο C2O6H6 Br4O5K2. Είναι άλας με κάλιο της τετροβρωμοφλουορεσκεΐνης και παρασκευάζεται με επίδραση βρωμίου σε φλουορεσκεΐνη είτε σε αλκοολικό είτε σε υδατικό διάλυμα, με παρουσία αλκαλίου. Τα διαλύματα της η.… …   Dictionary of Greek

  • εωσινοφιλία — η ιατρ. η αύξηση τής αναλογίας τών εωσινόφιλων λευκοκυττάρων στο αίμα αυτών που αναρρωννύουν από λοιμώδεις νόσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. eosinophilia < eosin (πρβλ. ἑωσίνη) + philia (πρβλ. φιλία < φίλος)] …   Dictionary of Greek

  • τετραβρωμοφλουορεσκεΐνη — η, Ν χημ. άλλη ονομασία για την εωσίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tetrabromofluorescein < tetra (< τετρ[α] *) + bromo (< βρώμιο) + fluorescein] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”